λιβόνοτος — a wind between south west and south masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβονότου — λιβόνοτος a wind between south west and south masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβονότῳ — λιβόνοτος a wind between south west and south masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβόνοτον — λιβόνοτος a wind between south west and south masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕТРЫ — • Venti. I. В физическом отношении. В., подразделявшиеся на морские и береговые (τροπαι̃οι, altani ab alto и α̉πόγειοι, apogei), по силе своей бывают или обыкновенные В., άνεμοι, venti, или бури, χειμω̃νες, θύελλαι, procellae, и… … Реальный словарь классических древностей
λιβοφοίνιξ — λιβοφοῑνιξ, ικος, ὁ (Α) ο λίβας που έρχεται από τη Λιβύη, λιβόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «λίβας» + Φοῖνιξ «Καρχηδόνιος»] … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
οστριαγάρμπης — και οστρογάρμπης, ο ο νοτιοδυτικός άνεμος, λιβόνοτος, λίβας μαζί και γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + γαρμπής] … Dictionary of Greek