λιβόνοτος

λιβόνοτος
ο (AM λιβόνοτος)
άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιβόνοτος — a wind between south west and south masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβονότου — λιβόνοτος a wind between south west and south masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβονότῳ — λιβόνοτος a wind between south west and south masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβόνοτον — λιβόνοτος a wind between south west and south masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕТРЫ —    • Venti.     I. В физическом отношении.          В., подразделявшиеся на морские и береговые (τροπαι̃οι, altani ab alto и α̉πόγειοι, apogei), по силе своей бывают или обыкновенные В., άνεμοι, venti, или бури, χειμω̃νες, θύελλαι, procellae, и… …   Реальный словарь классических древностей

  • λιβοφοίνιξ — λιβοφοῑνιξ, ικος, ὁ (Α) ο λίβας που έρχεται από τη Λιβύη, λιβόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «λίβας» + Φοῖνιξ «Καρχηδόνιος»] …   Dictionary of Greek

  • νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… …   Dictionary of Greek

  • οστριαγάρμπης — και οστρογάρμπης, ο ο νοτιοδυτικός άνεμος, λιβόνοτος, λίβας μαζί και γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + γαρμπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”